-
1 ποθεινός
ποθεινός, bei Eur. auch 2 Endgn, wonach man verlangt, was man liebt, wünscht; Pind. παῖς ποϑεινὸς πατρί, Gl. 11, 91; Ἑλλάς, P. 4, 218; κλέος, I. 4, 8; Soph. Phil. 1431; ποϑεινὸς φίλοις, Eur. Phoen. 324; ποϑεινός γ' ἦλϑες, I. T. 515; so auch Ar. Ran. 84 Pax 508; u. in Prosa: Thuc. 2, 42; οἱ μήτε ἀπόντες ποϑεινοὶ ἀλλήλοις, Plat. Lys. 215 b; vermißt, betrauert, δάκρυα, Eur., Thränen der Sehnsucht. – Compar., Strat. 4 (XII, 4); superl., Xen. Mem. 3, 10, 3; auch adv., π οϑεινῶς ἔχειν τινός, sich wonach schnen, Xen. Lacon. 1, 5.
См. также в других словарях:
ποθεινός — Επίσκοπος της Λιόν και μάρτυρας, που έζησε το 2o αι. μ.Χ., μαθητής του επίσκοπου Σμύρνης Πολύκαρπου. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. έφυγε για τη Γαλλία, όπου, τελικά έγινε επίσκοπος. Το 177, τον συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς της Λιόν, και… … Dictionary of Greek